- ὑπεροπτηθέντων
- ὑπεροπτάωover-bakeaor part pass masc/neut gen pl (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τέφρα — η, ΝΜΑ, και ιων. και επικ. τ. τέφρη Α το στερεό υπόλειμμα που απομένει μετά την καύση ορισμένων σωμάτων, στάχτη (α. «η τέφρα τού ξύλου» β. «ἐκκρίνασα τὴν οἷον τέφραν τῶν ὑπεροπτηθέντων χυμῶν», Γαλ.) νεοελλ. 1. το υπόλειμμα από ανόργανες ύλες το… … Dictionary of Greek